περιτυλίσσω

περιτυλίσσω
ΝΜΑ και περιτυλίγω Ν
1. τυλίγω κάτι γύρω γύρω, καλύπτω κάτι από παντού
2. τυλίγω κάτι γύρω από κάτι άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιτυλισσομένων — περιτυλίσσω wrap round pres part mp fem gen pl περιτυλίσσω wrap round pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτυλίξαντα — περιτυλίσσω wrap round aor part act neut nom/voc/acc pl περιτυλίσσω wrap round aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτυλίξαντες — περιτυλίσσω wrap round aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτυλίττειν — περιτυλίσσω wrap round pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είλω — εἴλω και εἰλῶ ( έω) και ἴλλω (Α) 1. περικλείω, πιέζω 2. εμποδίζω, προλαβαίνω («Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος», Ιλ.) 3. εγκλείω, καλύπτω, προστατεύω («ὑπ ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας», Καλλίνος) 4. συμπιέζω, συνθλίβω (π.χ. ελιές ή σταφύλια) 5. (για άνθρωπο …   Dictionary of Greek

  • προπεριειλώ — έω, Α περιτυλίσσω κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + περιειλῶ «περιτυλίσσω»] …   Dictionary of Greek

  • αλωή — ἀλωή, η (Α) (επικός και μεταγενέστερος τύπος ἀλωά, πρβλ. αττ. τύπο ἅλως) 1. το αλώνι 2. έκταση φυτεμένη με αμπέλια, αμπελώνας 3. οποιαδήποτε καλλιεργημένη έκταση, κήπος, φυτεία 4. φωτεινός κύκλος γύρω από τον ήλιο ή το φεγγάρι, «άλως», «αλώνι» 5 …   Dictionary of Greek

  • αμφικαλύπτω — ἀμφικαλύπτω (Α) [καλύπτω] Ι. (με αιτ.) ἀμφικαλύπτω τι ἢτινά 1. περιτυλίσσω, περικαλύπτω, σκεπάζω 2. καλύπτω τελείως, συσκοτίζω «ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε» (Όμ. Γ 442), ο πόθος μού θόλωσε τον νού 3. (για κύμα) κατακαλύπτω, κατακλύζω ΙΙ. (με αιτ. και… …   Dictionary of Greek

  • αμφιπλέκω — ἀμφιπλέκω (Α) πλέκω ολόγυρα, περιτυλίσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πλέκω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίπλεκτος] …   Dictionary of Greek

  • ανίλλω — ἀνίλλω (Α) 1. ξετυλίγω 2. μέσ. ἀνίλλομαι α) συστέλλομαι, διστάζω β) υποκρίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ἀν + ἴλλω «περιτυλίσσω, συστέλλομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”